πειρασμοί

πειρασμοί
πειρασμός
trial
masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • διάβολος — I Κακό και βλαβερό πνεύμα, που εμφανίζεται σε όλες τις θρησκείες και είχε πλούσιες περιγραφές στην κλασική λογοτεχνία, στα κείμενα της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης και στα έργα παλαιών χριστιανών συγγραφέων. Η λέξη δ. σημαίνει συκοφάντης και… …   Dictionary of Greek

  • κάμα — I Ινδική θεότητα του έρωτα που αναφέρεται και στις Βέδες ως θεός που εισακούει τις επιθυμίες. Περίφημοι είναι στην ινδική μυθολογία οι πειρασμοί στους οποίους ο Κ. θέτει ασκητές και θεούς. Αντιπροσωπευτική είναι η περίπτωση του Σίβα, που… …   Dictionary of Greek

  • νιφάδα — η (ΑΜ νιφάς, άδος) καθένα από τα κρυσταλλικά κομμάτια χιονιού που αιωρείται και πέφτει στη γη, τουλούπα αρχ. 1. (με περιλπτ. σημ.) χιόνι («ὡς δ ὅτ ἂν ἐκ νεφέων πτῆται νιφὰς ἠέ χάλαζα ψυχρὴ ὑπὸ ῥιπῆς αἰθρηγενέος Βορέαο», Ομ. Ιλ.) 2. μτφ. καθετί… …   Dictionary of Greek

  • Αντώνιος o Μέγας — (Αίγυπτος 250; – Θήβαι, Αίγυπτος 356;). Άγιος της Ανάτ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Γόνος πλούσιων χριστιανών, μετά τον θάνατο των γονέων του (ήταν τότε20 ετών) μοίρασε τα υπάρχοντά του στους φτωχούς και έγινε ασκητής. Ο Α. έγινε ονομαστός όχι από τα… …   Dictionary of Greek

  • Βερονέζε, Πάολο — (Paolo Veronese, Βερόνα 1528 – Βενετία 1588). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Ιταλού ζωγράφου Πάολο Καλιάρι (Paolo Caliari). Ο Β. πήρε τα πρώτα μαθήματα ζωγραφικής στη Βερόνα. Δεν έχει ακόμα εξακριβωθεί αν o πρώτος του δάσκαλος ήταν ο πατέρας του,… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Καλό, Ζακ — (JacquesCallot, Νανσί 1592 – 1635). Γάλλος χαράκτης. Σύμφωνα με την παράδοση, όταν ήταν ακόμα παιδί, εγκατέλειψε τη χώρα του και ακολούθησε ένα καραβάνι τσιγγάνων για να φτάσει στη Ρώμη. Το σίγουρο είναι ότι έζησε στη Ρώμη μεταξύ 1609 και 1611… …   Dictionary of Greek

  • Κινκ, Χανς Eρνστ — (Hans Ernst Kinck, Έκσφιορντ 1865 – Όσλο 1926). Νορβηγός συγγραφέας. Τα πρώτα του έργα ήταν αφιερωμένα αποκλειστικά στην περιγραφή της φύσης, όπως τα διηγήματα Νέοι άνθρωποι (1893) και Τα φτερά της νυχτερίδας (1895). Ακολούθησαν μερικά δραματικά… …   Dictionary of Greek

  • Μπλες, Χέντρικ Μετ ντε- — (Hendrik Met de Bles, 1515 – 1554). Φλαμανδός ζωγράφος. Το μόνο βιογραφικό στοιχείο που έχουμε για τον ζωγράφο Τσιβέτα έτσι τον ονόμαζαν στην Ιταλία, είναι ένα κείμενο που τον αναφέρει ως ζωγράφο στην Αμβέρσα το 1535. Εργάστηκε κοντά στον Ιωακείμ …   Dictionary of Greek

  • Μπρέρα, Πινακοθήκη — Κτισμένη με εντολή των ιησουϊτών σε σχέδιο του Φ.Μ. Ρικίνι (από το 1615) η έδρα της σημερινής πινακοθήκης προοριζόταν, το 1776, από την αυτοκράτειρα της Αυστρίας Μαρία Θηρεσία να δεχτεί λαϊκές σχολές, ανάμεσα στις οποίες και μια Ακαδημία Καλών… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”